αἰσχύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αισχύνω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἰσχύνω < αἶσχ(ος) + -ύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αἰσχύνω, μεσοπαθητική φωνή: αἰσχύνομαι

  1. ασχημαίνω κάτι
  2. ντροπιάζω, ατιμάζω
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 92.7
    ὧν χρὴ μνησθέντας ἡμᾶς τούς τε πρεσβυτέρους ὁμοιωθῆναι τοῖς πρὶν ἔργοις, τούς τε νεωτέρους πατέρων τῶν τότε ἀγαθῶν γενομένων παῖδας πειρᾶσθαι μὴ αἰσχῦναι τὰς προσηκούσας ἀρετάς,
    Αυτά ας θυμηθούμε. Και οι πιο ηλικιωμένοι από μας ας φάνουμε αντάξιοι των τότε κατορθωμάτων μας, ενώ οι πιο νέοι, οι γιοι εκείνων που έδειξαν, τότε, την αξία τους, ας προσπαθήσουν να μην ντροπιάσουν την αρετή αυτή
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

θέμα με αἰσχυν- αἰσχυντ-

για θέματα με αἰσχρ- → δείτε τη λέξη αἰσχρός
→ και δείτε τη λέξη αἶσχος

Πηγές[επεξεργασία]