αἰτιατόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | αἰτιατόν | αἰτιατώ | αἰτιατά |
Γενική | αἰτιατοῦ | αἰτιατοῖν | αἰτιατῶν |
Δοτική | αἰτιατῷ | αἰτιατοῖν | αἰτιατοῖς |
Αιτιατική | αἰτιατόν | αἰτιατώ | αἰτιατά |
Κλητική | αἰτιατόν | αἰτιατώ | αἰτιατά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αἰτιατόν ουδέτερο