Μετάβαση στο περιεχόμενο

αἰτιατόν

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ αἰτιατόν τὰ αἰτιατᾰ́
      γενική τοῦ αἰτιατοῦ τῶν αἰτιατῶν
      δοτική τῷ αἰτιατ τοῖς αἰτιατοῖς
    αιτιατική τὸ αἰτιατόν τὰ αἰτιατᾰ́
     κλητική ! αἰτιατόν αἰτιατᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰτιατώ
γεν-δοτ τοῖν  αἰτιατοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αἰτιατόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αἰτιατός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αἰτιατόν ουδέτερο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αἰτιατόν