αἱματόεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἱματόεις < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αἱματόεις

  1. αιματηρός
  2. που είναι από αίμα
  3. που έχει το χρώμα του αίματος