αἱμορροΐς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αἱμορροΐς | αἱ | αἱμορροΐδες |
γενική | τῆς | αἱμορροΐδος | τῶν | αἱμορροΐδων |
δοτική | τῇ | αἱμορροΐδῐ | ταῖς | αἱμορροΐσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | αἱμορροΐδᾰ | τὰς | αἱμορροΐδᾰς |
κλητική ὦ! | αἱμορροΐς* | αἱμορροΐδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἱμορροΐδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἱμορροΐδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αἱμορροΐς < θηλυκό του επιθέτου αἱμόρροος / αἱμόρροος < (αἷμα) αἱμο- + ῥοῦς (ῥέω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αἱμορροΐς θηλυκό
- που αιμορραγεί
- συνήθως στον πληθυντικό: αἱμορροΐδες φλέβες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- και στην καθαρεύουσα αἱμορροΐς: η αιμορροΐδα
Αναφορές[επεξεργασία]
- αἱμορροΐς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αἱμο- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)