αἴγειρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αἴγειρος | αἱ | αἴγειροι |
γενική | τῆς | αἰγείρου | τῶν | αἰγείρων |
δοτική | τῇ | αἰγείρῳ | ταῖς | αἰγείροις |
αιτιατική | τὴν | αἴγειρον | τὰς | αἰγείρους |
κλητική ὦ! | αἴγειρε | αἴγειροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγείρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγείροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αἴγειρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αἴγειρος θηλυκό
- είδος μέλαινας λεύκης, λεύκας που μοιάζει με κυπαρίσσι, κν καβάκι
- ※ «ἔδει γὰρ ἀναπλεῖν κατὰ τὸν Ἠριδανόν — οὔτ᾽ αἰγείρους εἶδον πάνυ περισκοπῶν οὔτε τὸ ἤλεκτρον, ἀλλ᾽ οὐδὲ τοὔνομα τοῦ Φαέθοντος ᾔδεσαν οἱ ἐπιχώριοι. (Λουκιανός «Περίτου ηλέκτρου ή των κύκνων».)
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)