Μετάβαση στο περιεχόμενο

αἴθω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

αἴθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eydʰ-: καίω, φλέγω)· ίσως συγγενές με το σανσκριτικό इन्द्धे inddhé και το (λατινικά) aedes

αἴθω, μέση-παθητική φωνή αἴθομαι

  • ανάβω, καίω, φλέγω
    ἀμφὶ ναῦς πύρ΄ αἴθειν, Ευριπίδης Ῥῆσος, 823
    ὅσα τε γᾶ τρέφει τά τ΄ αἰθόμενος ἅλιος δέρκεται, Ευριπίδης, Ἱππόλυτος, 1278-9

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]