Μετάβαση στο περιεχόμενο

αἴξ

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αἰγ-
ονομαστική / αἴξ οἱ/αἱ αἶγες
      γενική τοῦ/τῆς αἰγός τῶν αἰγῶν
      δοτική τῷ/τῇ αἰγῐ́ τοῖς/ταῖς αἰξῐ́(ν)
αἴγεσῐ(ν) (επικός)
αἴγεσσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν αἶγ τοὺς/τὰς αἶγᾰς
     κλητική ! αἴξ αἶγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἶγε
γεν-δοτ τοῖν  αἰγοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'φλόξ' όπως «φλόξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αἴξ < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *aíks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eyǵ- (κατσίκα). Συγγενείς η παλαιά αρμενική այծ (ayc), σανσκριτική एड (ajā) και αλβανική dhi (κατσίκα).[1] Απορρίπτεται ως παρασύνδεση ο συσχετισμός με το ρήμα ἀΐσσω διότι η ρίζα αυτού του ρήματος είναι αἴκ- όχι αἴγ-.[2]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αἴξ, -γός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) η κατσίκα
     αντώνυμα: τράγος
     δείτε και τη λέξη ἔριφος
  2. (φράση) «αἲξ ἄγριος» αγριοκάτσικο, αίγαγρος
    λατινική: ibex
  3. υδρόβιο πτηνό, μάλλον από το γένος των χηνών
  4. (πληθυντικός) «αἶγες» μεγάλα, υψηλά κύματα
  5. λαμπρό πυρώδες μετέωρο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Λέξεις άλλης ετυμολογικής προέλευσης

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αἴξ, αἰγός σελ. 40-1 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. αἴξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
  3. αἰγιπάστας -  Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).