αἴξ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
αἰγ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | αἴξ | οἱ/αἱ | αἶγες | |
γενική | τοῦ/τῆς | αἰγός | τῶν | αἰγῶν | |
δοτική | τῷ/τῇ | αἰγῐ́ | τοῖς/ταῖς | αἰξῐ́(ν) αἴγεσῐ(ν) (επικός) αἴγεσσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | αἶγᾰ | τοὺς/τὰς | αἶγᾰς | |
κλητική ὦ! | αἴξ | αἶγες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἶγε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγοῖν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φλόξ' όπως «φλόξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἴξ < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *aíks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eyǵ- (κατσίκα). Συγγενείς η παλαιά αρμενική այծ (ayc), σανσκριτική एड (ajā) και αλβανική dhi (κατσίκα).[1] Απορρίπτεται ως παρασύνδεση ο συσχετισμός με το ρήμα ἀΐσσω διότι η ρίζα αυτού του ρήματος είναι αἴκ- όχι αἴγ-.[2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αἴξ, -γός αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η κατσίκα
- (φράση) «αἲξ ἄγριος» αγριοκάτσικο, αίγαγρος
- υδρόβιο πτηνό, μάλλον από το γένος των χηνών
- (πληθυντικός) «αἶγες» μεγάλα, υψηλά κύματα
- λαμπρό πυρώδες μετέωρο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Απόγονοι
[επεξεργασία]- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: αἴγα
- ⇒ νέα ελληνικά: αίγα
- ⇒ νέα ελληνικά: γίδα, γίδι (από το υποκοριστικό)
- ⇘ καθαρεύουσα: αἴξ
- ↷ διαγλωσσικοί όροι: Aix
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αἴξ, αἰγός σελ. 40-1 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ αἴξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ↑ αἰγιπάστας - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
Πηγές
[επεξεργασία]- αἴξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἴξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- LSJ - αἵξ
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φλόξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φλόξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φλόξ' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φλόξ' με μακρό φωνήεν (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θηλαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)