αἵρεσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἵρεσῐς αἱ αἱρέσεις
      γενική τῆς αἱρέσεως τῶν αἱρέσεων
      δοτική τῇ αἱρέσει ταῖς αἱρέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν αἵρεσῐν τὰς αἱρέσεις
     κλητική ! αἵρεσῐ αἱρέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἱρέσει
γεν-δοτ τοῖν  αἱρεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἵρεσις < αἱρέ(ω) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: αίρεση
ρωσικά: ересь (jéresʹ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αἵρεσις, -εως θηλυκό

  1. προτίμηση, κλίση
  2. η άλωση, ιδίως μιας πόλης
  3. πλάνο κατάκτησης μιας περιοχής
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 97.1
    τῷ δὲ Δημοσθένει τοιόνδε τι οἱ Μεσσήνιοι παρῄνουν· ὅπερ καὶ τὸ πρῶτον ἀναδιδάσκοντες αὐτὸν τῶν Αἰτωλῶν ὡς εἴη ῥᾳδία ἡ αἵρεσις,
    Οι Μεσσήνιοι, όμως, επιμέναν για να εφαρμόσει ο Δημοσθένης το αρχικό σχέδιο, λέγοντάς του ότι ήταν εύκολο να υποτάξει τους Αιτωλούς
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  4. η εκλογή ατόμου μετά από τις εκλογές
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 61
    Ἐν γὰρ τῇ τῶν ἀρχόντων αἱρέσει καὶ τῷ βίῳ τῷ καθ᾽ ἡμέραν καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδεύμασιν ἴδοιμεν ἂν παρ᾽ αὐτοῖς τὰς ἰσότητας καὶ τὰς ὁμοιότητας μᾶλλον ἢ παρὰ τοῖς ἄλλοις ἰσχυούσας·
    Γιατί θα διαπιστώσουμε ότι σ᾽ αυτούς περισσότερο από ό,τι σε άλλους ισχύουν η ισότητα και η ισοτιμία ως προς την εκλογή των αρχόντων, την καθημερινή τους ζωή και τις ασχολίες τους.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  5. δικαίωμα ή δυνατότητα υιοθέτησης μιας αντίληψης, επιλογή
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 61.1
    Καὶ γὰρ οἷς μὲν αἵρεσις γεγένηται τἆλλα εὐτυχοῦσι, πολλὴ ἄνοια πολεμῆσαι
    Είναι, βέβαια, μεγάλη ανοησία να προτιμήσει κανείς να πολεμήσει, όταν έχει την ευχέρεια της εκλογής και όταν όλα πάνε καλά.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 357a
    ἐπεὶ δὲ δὴ ἡδονῆς τε καὶ λύπης ἐν ὀρθῇ τῇ αἱρέσει ἐφάνη ἡμῖν ἡ σωτηρία τοῦ βίου οὖσα, τοῦ τε πλέονος καὶ ἐλάττονος
    Παραπάνω είδαμε ότι η σωτηρία μας κρέμεται από την ορθή εκλογή ανάμεσα στην ηδονή και τη λύπη, δηλαδή την εκλογή ανάμεσα στο περισσότερο και το λιγότερο,
    Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
  6. φιλοσοφική σχολή, αρχή
  7. (ελληνιστική σημασία) η αίρεση, κυρίως θρησκευτική
  8. προμελετημένο σχέδιο, σκοπός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]