αἷμα
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | αἷμᾰ | τὰ | αἵμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | αἵμᾰτος | τῶν | αἱμᾰ́των |
δοτική | τῷ | αἵμᾰτῐ | τοῖς | αἵμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | αἷμᾰ | τὰ | αἵμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | αἷμᾰ | αἵμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἵμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἱμᾰ́τοιν | ||
Ο πληθυντικός σχετικά σπάνιος μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἷμα: αβέβαιης ετυμολόγησης· ίσως < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sai- (παχύρρευστο υγρό), ίσως συγγενές του αἰονάω (μουσκεύω)· ίσως < ΒΔ σημιτικό ḤYM [Keyser (2016) A Semitic Etymology for Greek αἷμα, doi: 10.2143/SE.58.0.3170093].
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αἷμα ουδέτερο
- το αίμα
- στον πληθυντικό: ποταμός αίματος, πολύ αίμα
- ο φόνος
- ὅμαιμον αἷμα (ο φόνος συγγενούς)
- ἐφ᾽ αἵματι φεύγειν (για να γλιτώσει δίκη για φόνο)
- η καταγωγή, η εξ αίματος συγγένεια
- μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι (συγγενής της μητέρας με εξ αίματος συγγένεια)
- μεταγενέστερη έννοια: ό,τι μοιάζει με αίμα, π.χ. ο χυμός του σταφυλιού αλλά και το χρώμα που έβγαζαν από την άγχουσα (Anchusa tinctoria) και το χρησιμοποιούσαν μεταξύ άλλων και σαν ρουζ
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- οὐκ ἔχων αἷμα : που δεν έχει ψυχή, θάρρος, παλμό, ένταση, ο άτονος, ο λιγόψυχος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αἱμάς-άδος, το αίμα που κυλάει από πληγή
- αἱμάσσω και αἱμάττω και αἱματόω (τραυματίζω, σκοτώνω, αλλά και έχω κόκκινο χρώμα το πρώτο)
- αἱματάω (διψάω για αίμα)
- αἱματηρός, ά, όν
- αἱματία, ζωμός από αίμα, μέλας ζωμός
- αἱματίζω
- αἱματικός για ζώα
- αἱμάτινος,η,ον (από αίμα, αιματώδης)
- αἱματίς-ίδος (κόκκινο ρούχο)
- αἱματίτης-ου (όμοιος με αίμα αλλά και φλέβα και ο αιματίτης λίθος)
- αἱματόεις,εσσα, εν (ματωμένος, φονικός)
- αἱμακτός,ή,όν (αιμόφυρτος)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
|
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αἷμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἷμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)