αὐδάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐδάω < αὐδ(ή) + -άω [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

αὐδάω - αὐδῶ (συνηρημένο)

  1. μιλώ, λέγω
  2. απευθύνομαι σε κάποιον
  3. (για χρησμούς) εκφωνώ, λέγω
  4. διατάσσω κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι
  5. καλώ με το όνομά του
  6. (στην παθητική φωνή αὐδάομαι) ονομάζομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. αὐδή - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]