αὐλή
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αὐλή | αἱ | αὐλαί |
| γενική | τῆς | αὐλῆς | τῶν | αὐλῶν |
| δοτική | τῇ | αὐλῇ | ταῖς | αὐλαῖς |
| αιτιατική | τὴν | αὐλήν | τὰς | αὐλᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | αὐλή | αὐλαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐλᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐλαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αὐλή θηλυκό
- εσωτερικός ή περιμετρικός χώρος μπροστά ή μέσα στην κατοικία, συνήθως περιφραγμένος, όπου λάμβαναν χώρα οικογενειακές, τελετουργικές ή πρακτικές δραστηριότητες, αυλή
- περιφραγμένος αγροτικός χώρος για τη φύλαξη ή τη διανυκτέρευση ζώων
- εξοχική κατοικία, αγροικία
- προαύλιο ή εξωτερικός περίβολος ιερού χώρου, που λειτουργούσε ως μεταβατικός χώρος πριν την είσοδο στο άδυτο ή στον ναό
- κατοικία βασιλέα ή ηγεμόνα, και (κατ’ επέκταση) ο κύκλος των αυλικών του παλατιού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- αὐλή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐλή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «φυσώ (καθώς, η αὐλή ήταν ανοιχτή στον αέρα)» αὐλή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)