Μετάβαση στο περιεχόμενο

αὐλή

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αὐλή αἱ αὐλαί
      γενική τῆς αὐλῆς τῶν αὐλῶν
      δοτική τῇ αὐλ ταῖς αὐλαῖς
    αιτιατική τὴν αὐλήν τὰς αὐλᾱ́ς
     κλητική ! αὐλή αὐλαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐλᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  αὐλαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐλή < (ίσως) ἄημι[1] ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂wes- / *h₂ews- (περνώ τη νύχτα) + *-leh₂

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αὐλή θηλυκό

  1. εσωτερικός ή περιμετρικός χώρος μπροστά ή μέσα στην κατοικία, συνήθως περιφραγμένος, όπου λάμβαναν χώρα οικογενειακές, τελετουργικές ή πρακτικές δραστηριότητες, αυλή
  2. περιφραγμένος αγροτικός χώρος για τη φύλαξη ή τη διανυκτέρευση ζώων
  3. εξοχική κατοικία, αγροικία
  4. προαύλιο ή εξωτερικός περίβολος ιερού χώρου, που λειτουργούσε ως μεταβατικός χώρος πριν την είσοδο στο άδυτο ή στον ναό
  5. κατοικία βασιλέα ή ηγεμόνα, και (κατ’ επέκταση) ο κύκλος των αυλικών του παλατιού


Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «φυσώ (καθώς, η αὐλή ήταν ανοιχτή στον αέρα)» αὐλή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012