αὐλύδριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ αὐλύδριον τὰ αὐλύδρι
      γενική τοῦ αὐλυδρίου τῶν αὐλυδρίων
      δοτική τῷ αὐλυδρί τοῖς αὐλυδρίοις
    αιτιατική τὸ αὐλύδριον τὰ αὐλύδρι
     κλητική ! αὐλύδριον αὐλύδρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐλυδρίω
γεν-δοτ τοῖν  αὐλυδρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐλύδριον < αὐλή + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αὐλύδριον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]