αὐτογενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτογενής τὸ αὐτογενές οἱ, αἱ αὐτογενεῖς τὰ αὐτογεν
Γενική τοῦ, τῆς αὐτογενοῦς τοῦ αὐτογενοῦς τῶν αὐτογενῶν τῶν αὐτογενῶν
Δοτική τῷ, τῇ αὐτογενεῖ τῷ αὐτογενεῖ τοῖς, ταῖς αὐτογενέσι(ν) τοῖς αὐτογενέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτογεν τὸ αὐτογενές τοὺς, τὰς αὐτογενεῖς τὰ αὐτογεν
Κλητική αὐτογενές αὐτογενές αὐτογενεῖς αὐτογεν
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐτογενεῖ
Γενική-Δοτική αὐτογενοῖν


Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτογενής < αὐτός + γίγνομαι

Επίθετο[επεξεργασία]

αὐτογενής,ής,ές

  1. ο φυσικός, π.χ. ο αυτοφυής, ο αυθόρμητος, το φυσικό κάποιου, το χάρισμά του ή γενικά το πηγαίο στοιχείο του
  2. ο συγγενής
  3. το αὐτογενές ως ουσιαστικό σήμαινε το φυτό νάρκισσος και ένα είδος κολοκυθιάς