αὐτοετής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτοετής < αὐτός + ἔτος

Επίθετο[επεξεργασία]

αὐτοετής,ής,ές

  1. του ιδίου έτους, της ίδιας χρονιάς
  2. το ίδιο έτος, την ίδια χρονιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • αὐτοετές : επίρρημα, το φέτος για το παρόν ή μέσα στην ίδια χρονιά για παρελθόν ή μέλλον