αὐτοκασίγνητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάσις, κασίγνητος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτοκασίγνητος < αὐτο- + κασίγνητος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αὐτοκασίγνητος


Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη κάσις (αδελφός / -ή)

Πηγές[επεξεργασία]