αὐτοκασίγνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αὐτοκασίγνητος < αὐτο- + κασίγνητος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αὐτοκασίγνητος
- αυτάδελφος, αμφιθαλής αδελφός
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 534 (στίχοι 533-534)
- τὸν δὲ Πολίτης | αὐτοκασίγνητος,
- κι εκείνον ο Πολίτης | αυτάδελφός του
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τὸν δὲ Πολίτης | αὐτοκασίγνητος,
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 427 (στίχοι 426-427)
- τοὺς μὲν ἔασ᾽, ὁ δ᾽ ἄρ᾽ Ἱππασίδην Χάροπ᾽ οὔτασε δουρὶ | αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο.
- Τους άφησε κι ελόγχισε τον Χάροπα Ιππασίδην,| που ήτο του Σώκου αυτάδελφος του λαμπρογεννημένου.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τοὺς μὲν ἔασ᾽, ὁ δ᾽ ἄρ᾽ Ἱππασίδην Χάροπ᾽ οὔτασε δουρὶ | αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 534 (στίχοι 533-534)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κάσις (αδελφός / -ή)
Πηγές[επεξεργασία]
- αὐτοκασίγνητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτοκασίγνητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.