αὐτοπώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αὐτοπώλης αρσενικό
- (επάγγελμα) έμπορος που πουλάει μόνος τα προϊόντα του
- που εμπορεύεται ο ίδιος τις γνώσεις του, που τις εμπορευματοποιεί, τις πλασάρει
Πηγές
[επεξεργασία]- αὐτοπώλης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτοπώλης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αὐτο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πώλης (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)