αὐτοσφαγής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αὐτοσφαγής,ής,ές
- που έχει μαχαιρώσει τον εαυτό του
- που τον έχουν σφάξει συγγενείς του
αὐτοσφαγής,ής,ές