αὐτόδεκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
αὐτόδεκα
- δέκα ακριβώς, μόλις συμπληρώθηκαν δέκα
- αὐτόδεκα ἐτῶν διελθόντων καὶ ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν ἢ ὡς τὸ πρῶτον ἡ ἐσβολὴ ἡ ἐς τὴν Ἀττικὴν καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ πολέμου τοῦδε ἐγένετο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αὐτοδεκάς η πρώτη δεκάδα από το ένα έως το 10