αὐτόδηλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτόδηλος τὸ αὐτόδηλον οἱ, αἱ αὐτόδηλοι τὰ αὐτόδηλα
Γενική τοῦ, τῆς αὐτοδήλου τοῦ αὐτοδήλου τῶν αὐτοδήλων τῶν αὐτοδήλων
Δοτική τῷ, τῇ αὐτοδήλῳ τῷ αὐτοδήλῳ τοῖς, ταῖς αὐτοδήλοις τοῖς αὐτοδήλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτόδηλον τὸ αὐτόδηλον τοὺς, τὰς αὐτοδήλους τὰ αὐτόδηλα
Κλητική αὐτόδηλε αὐτόδηλον αὐτόδηλοι αὐτόδηλα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐτοδήλω
Γενική-Δοτική αὐτοδήλοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτόδηλος < αὐτός + δῆλος

Επίθετο[επεξεργασία]

αὐτόδηλος,ος,ον

  1. ο αυτονόητος, που δεν χρειάζεται εξηγήσεις
  2. ο αυταπόδεικτος