αὐτόκλαδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτόκλαδος < αὐτός + κλάδος

Επίθετο[επεξεργασία]

ὁ, ἡ αὐτόκλαδος,ον

  • μαζί με τα κλαδιά του