αὐτόκτιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐτόκτιτος | τὸ αὐτόκτιτον | οἱ, αἱ αὐτόκτιτοι | τὰ αὐτόκτιτα |
Γενική | τοῦ, τῆς αὐτοκτίτου | τοῦ αὐτοκτίτου | τῶν αὐτοκτίτων | τῶν αὐτοκτίτων |
Δοτική | τῷ, τῇ αὐτοκτίτῳ | τῷ αὐτοκτίτῳ | τοῖς, ταῖς αὐτοκτίτοις | τοῖς αὐτοκτίτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐτόκτιτον | τὸ αὐτόκτιτον | τοὺς, τὰς αὐτοκτίτους | τὰ αὐτόκτιτα |
Κλητική | αὐτόκτιτε | αὐτόκτιτον | αὐτόκτιτοι | αὐτόκτιτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτοκτίτω | |||
Γενική-Δοτική | αὐτοκτίτοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αὐτόκτιτος
- που πλάστηκε, δημιουργήθηκε μόνος του (π.χ. το μονοπάτι που χαράχτηκε από το πάτημα, η σπηλιά που την άνοιξε η θάλασσα στα βράχια)