αὐτόματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αυτόματος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αὐτόματος αὐτομάτη
αὐτόματος
τὸ αὐτόματον
      γενική τοῦ αὐτομάτου τῆς αὐτομάτης
αὐτομάτου
τοῦ αὐτομάτου
      δοτική τῷ αὐτομάτ τῇ αὐτομάτ
αὐτομάτ
τῷ αὐτομάτ
    αιτιατική τὸν αὐτόματον τὴν αὐτομάτην
αὐτόματον
τὸ αὐτόματον
     κλητική ! αὐτόματε αὐτομάτη
αὐτόματε
αὐτόματον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αὐτόματοι αἱ αὐτόμαται
αὐτόματοι
τὰ αὐτόματ
      γενική τῶν αὐτομάτων τῶν αὐτομάτων
αὐτομάτων
τῶν αὐτομάτων
      δοτική τοῖς αὐτομάτοις ταῖς αὐτομάταις
αὐτομάτοις
τοῖς αὐτομάτοις
    αιτιατική τοὺς αὐτομάτους τὰς αὐτομάτᾱς
αὐτομάτους
τὰ αὐτόματ
     κλητική ! αὐτόματοι αὐτόμαται
αὐτόματοι
αὐτόματ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐτομάτω τὼ αὐτομάτ
αὐτομάτω
τὼ αὐτομάτω
      γεν-δοτ τοῖν αὐτομάτοιν τοῖν αὐτομάταιν
αὐτομάτοιν
τοῖν αὐτομάτοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτόματος < αὐτό- + μέμαα ή μέμονα (παρακείμενοι με ενεστωτική χρήση, συνδέονται με το μένος)

Επίθετο[επεξεργασία]

αὐτόματος, -η, -ον & -ος, -ος, -ον

  1. που γίνεται από μόνος του, χωρίς εξωτερική παρέμβαση, που γίνεται από τη φύση, από φυσικά αίτια
    ※  ἐν ὁτέοισι δ᾽ ἂν οἰκίοισι αἰέλουρος ἀποθάνῃ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, οἱ ἐνοικέοντες πάντες ξυρῶνται τὰς ὀφρύας μούνας, παρ᾽ ὁτέοισι δ᾽ ἂν κύων, πᾶν τὸ σῶμα καὶ τὴν κεφαλήν
    αν σε ένα σπίτι πεθάνει από φυσικά αίτια μια γάτα, όλοι οι ένοικοι ξυρίζουν μόνον τα φρύδια, ενώ αν τους πεθάνει σκύλος, ξυρίζουν όλο το σώμα και το κεφάλι
    (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
    ※  τὴν φύσιν αὐτὰ γεννᾶν ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης καὶ ἄνευ διανοίας φυούσης, ἢ μετὰ λόγου τε καὶ ἐπιστήμης θείας ἀπὸ θεοῦ γιγνομένης; (Πλάτων Σοφ. 265)
    λείπει η μετάφραση
  2. το ατύχημα, αυτός που έγινε από ατύχημα, κατά λάθος ή τυχαία, που έγινε από μόνος του
    ※  ὁ γὰρ πρότερον ἐὼν αὐτόθι αὐτόματος κατεκάη
    γιατί εκείνος (ο ναός) που βρισκόταν εκεί προηγουμένως είχε καεί από ατύχημα -ο Ηρόδοτος για το ναό των Δελφών, Ιστορ. 2, 180)
  3. το τυχαίο σε αντιδιαστολή προς το αποτέλεσμα της τέχνης, το ενστικτώδες σε αντιδιαστολή προς το επινοημένο
  4. ο φυσικός, ο αυθόρμητος, ο αυτόματος, που αβγατίζει μόνος του, αναγεννάται από μόνος του, σαν τα αγριόχορτα, ο αυτοφυής
    ※  οὐδέν γίγνεται των τοιούτων ἕτερος ἑτέρου μαθητής, ἀλλ᾽ αὐτόματοι ἀναφύονται ὁπόθεν ἂν τύχῃ ἕκαστος αὐτῶν ἐνθουσιάσας, καὶ τὸν ἕτερον ὁ ἕτερος οὐδὲν ἡγεῖται εἰδέναι
    <μα δεν αποτελούν σχολή>, αυτοί δεν είναι ο ένας μαθητής του άλλου, από μόνοι τους ξεπηδάνε απ' ό,τι τύχει να ενθουσιάσει τον καθένα τους και θεωρούν ότι οι υπόλοιποι δεν ξέρουν τίποτα
    (Χρειάζεται στοιχεία παρθέματος)
  5. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε  τὰ αὐτόματα: οι μαριονέτες, μηχανισμοί που δεν έχουν ψυχή αλλά κινούνται

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • αὐτόματος θάνατος' : ο θάνατος από φυσικά αίτια
  • ἀπὸ ταὐτομάτου: επιρρηματικά, συνώνυμο του αὐτομάτως (το φυσικό γεγονός, με φυσικό τρόπο χωρίς ανρθώπινη παρέμβαση)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]