αὐτόρρυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτόρρυτος < αὐτός + ῥέω

Επίθετο[επεξεργασία]

αὐτόρρυτος ( & επικός τύπος  αὐτόρυτος )

  • που κυλάει από μόνος του