αὐτότεχνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αὐτότεχνος
- αυτοδίδακτος
- αυτός που κάνει μόνος του ό,τι μπορεί π.χ. για να βελτιώσει την υγεία του, κάνει τον ειδικό
Πηγές[επεξεργασία]
- αὐτότεχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.