αὐχέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αὐχέω < αὐχή ή αὔχη ( η καυχησιά -αλλά υπάρχει και η αντίστροφη θεωρία, ότι η αὐχή προήλθε από το αὐχέω)
Ρήμα[επεξεργασία]
αὐχέω - αὐχῶ (συνηρημένο)
- καυχιέμαι, αλαζονεύομαι, περηφανεύομαι
- δείχνω αυτοπεποίθηση
Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή |
---|---|
Ενεστώτας | αὐχέω |
Παρατατικός | ηὔχουν |
Μέλλοντας | αὐχήσω |
Αόριστος | ηὔχησα |
Συγγενικά[επεξεργασία]
- και από τη νεοελληνική το καυχιέμαι