αὐχμήεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αὐχμήεις < αὐχμός
Επίθετο[επεξεργασία]
αὐχμήεις,εσσα, εν
- ρυπαρός, βρώμικος, άλουστος
- ξηρός, άνυδρος, τραχύς
αὐχμήεις,εσσα, εν