αὐχμήεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐχμήεις < αὐχμός

Επίθετο[επεξεργασία]

αὐχμήεις,εσσα, εν

  1. ρυπαρός, βρώμικος, άλουστος
  2. ξηρός, άνυδρος, τραχύς

Συγγενικά[επεξεργασία]