αὔξιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ αὔξιμος | τὸ αὔξιμον | οἱ, αἱ αὔξιμοι | τὰ αὔξιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς αὐξίμου | τοῦ αὐξίμου | τῶν αὐξίμων | τῶν αὐξίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ αὐξίμῳ | τῷ αὐξίμῳ | τοῖς, ταῖς αὐξίμοις | τοῖς αὐξίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν αὔξιμον | τὸ αὔξιμον | τοὺς, τὰς αὐξίμους | τὰ αὔξιμα |
Κλητική | αὔξιμε | αὔξιμον | αὔξιμοι | αὔξιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐξίμω | |||
Γενική-Δοτική | αὐξίμοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αὔξιμος
- που προάγει την ανάπτυξη, το μεγάλωμα, εκείνος που αυξάνει, ωφελεί
- ἐπειδὰν δὲ γένηται τὰ σκυλάκια, ὑπὸ τῇ τεκούσῃ ἐᾶν καὶ μὴ ὑποβάλλειν ὑφ᾽ ἑτέραν κύνα: αἱ γὰρ θεραπεῖαι αἱ ἀλλότριαι οὐκ εἰσὶν αὔξιμοι (Ξενοφών)