αὔρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αὔρα θηλυκό και ιωνικός τύπος αὔρη
- δροσερή πνοή αέρα από τη θάλασσα, το νερό ή γενικά το πρωινό δροσερό αεράκι
- αὔρη δ᾽ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει
- (μεταφορικά) η αλλαγή στην τροπή των γεγονότων
- πολέμου μετάτροπος αὔρη
- (μεταφορικά) κινήσεις
- ψυχᾶς ἀδόλοις αὔραις : απονήρευτες κινήσεις της ψυχής
- ἐπιληψίας αὖραι
- ατμός, κάπνα, αναθυμιάσεις, καπνός
- θυμιαμάτων αὖραι