Μετάβαση στο περιεχόμενο

α πριόρι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
α πριόρι < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori με ελληνικά γράμματα

Έκφραση

[επεξεργασία]

α πριόρι

  • (λογική)  δείτε το λατινικό a priori
    1. εκ των προτέρων, λογικά αποκλείεται και δεν χρήζει απόδειξης
        Α πριόρι, δεν υπάρχει 25άχρονος που είναι 50άρης.
    2. (στον καθημερινό λόγο) το σίγουρο
        Στο λέω εγώ, είναι α πριόρι αποτυχημένος ο γάμος τους και θα χωρίσουν.
        Πώς προεξοφλείς κάτι τέτοιο α πριόρι; (εκ των προτέρων, αναπόδεικτα)