βάβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάβω | οι | βάβες |
γενική | της | βάβως | των | βάβων |
αιτιατική | τη | βάβω | τις | βάβες |
κλητική | βάβω | βάβες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάβω < μπάμπω < σλαβικής προέλευσης бабо, κλητική τού баба < πρωτοσλαβική *baba (νηπιακή λέξη)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάβω θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπάμπω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάβω
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τρελέγκω' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ω (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)