βάβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάβω οι βάβες
      γενική της βάβως των βάβων
    αιτιατική τη βάβω τις βάβες
     κλητική βάβω βάβες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάβω < μπάμπω < σλαβικής προέλευσης бабо, κλητική τού баба < πρωτοσλαβική *baba (νηπιακή λέξη)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βάβω θηλυκό

  1. η γιαγιά
  2. (οικείο) η γριά
    Κάηκε η βάβω στο κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι (παροιμία)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]