βάζω τρικλοποδιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάζω τρικλοποδιά < → δείτε τις λέξεις βάζω και τρικλοποδιά

Έκφραση[επεξεργασία]

βάζω τρικλοποδιά

  1. (κυριολεκτικά) κάνω τρικλοποδιά σε κάποιον
  2. (μεταφορικά) παρεμποδίζω κάτι και παράλληλα προκαλώ βλάβες σε αυτό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]