βάθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάθος | τα | βάθη |
γενική | του | βάθους | των | βαθών |
αιτιατική | το | βάθος | τα | βάθη |
κλητική | βάθος | βάθη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βάθος[1] < πιθανόν, βαθύς [2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈva.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐θος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάθος ουδέτερο
- η διάσταση μιας κοιλότητας από το πάνω στόμιό της προς τα κάτω
- ⮡ το βάθος του πηγαδιού είναι δέκα μέτρα
- (για υγρά) η απόσταση από την επιφάνεια έως τον βυθό
- ⮡ εδώ η λίμνη έχει μεγάλο βάθος
- η οριζόντια διάσταση μιας κοιλότητας όπως φαίνεται από το μπροστά στόμιό της
- ⮡ το σπήλαιο έχει ανυπολόγιστο βάθος
- (επιστήμη ορολογίας) το (μαθηματικό) σύνολο των χαρακτηριστικών που (συν)αποτελούν μια έννοια [3]
- ⮡ το βάθος της (ατομικής) έννοιας «Πανεπιστήμιο Αθηνών» είναι το σύνολο χαρακτηριστικών: {είναι πανεπιστήμιο, είναι στην Αθήνα, ιδρύθηκε το 1837, το πλήρες όνομά του είναι ...}
- ≈ συνώνυμα: ένταση
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κατά βάθος: αντίθετα με την εντύπωση που θα μπορούσε να σχηματίσει κάποιος δίνοντας σημασία μόνο στα επιφανειακά: πέρα από την επιφάνεια, στην πραγματικότητα
- στα βάθη: σε απομακρυσμένα σημεία που βρίσκονται στο εσωτερικό ενός εκτεταμένου χώρου
- ⮡ ταξιδέψαμε στα βάθη της Μικράς Ασίας...
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βάθος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βάθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Ο ορισμός έχει διεθνώς τυποποιηθεί με το πρότυπο ISO 1087-1:2000
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βᾰθεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | βάθος | τὰ | βάθη - βάθεᾰ | |
γενική | τοῦ | βάθους - βάθεος | τῶν | βαθῶν - βαθέων | |
δοτική | τῷ | βάθει - βάθεῐ̈ | τοῖς | βάθεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | βάθος | τὰ | βάθη - βάθεα | |
κλητική ὦ! | βάθος | βάθη - βάθεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βάθει - βάθεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βαθοῖν - βαθέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]βάθος < πιθανόν, βαθύς. Συνδέεται με τον παράλληλο ομηρικό τύπο βένθος.[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάθος, -εος/ους [βᾰθ] ουδέτερο
- προέκταση διάστασης (βάθος, μήκος, κ.λπ.)
- ⮡ Ταρτάρου βάθη (Αισχύλος)
- ⮡ αἰθέρος βάθος (Ευριπίδης)
- βαθύ νερό
- πυκνά ή μακριά μαλλιά
- (μεταφορικά) πλούτου βάθος (Σοφοκλής)
- (στρατιωτικός όρος) το βάθος γραμμής στρατού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- βάθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «βαθύς» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)