βάθρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάθρο | τα | βάθρα |
γενική | του | βάθρου | των | βάθρων |
αιτιατική | το | βάθρο | τα | βάθρα |
κλητική | βάθρο | βάθρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάθρο < αρχαία ελληνική βάθρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάθρο ουδέτερο
- βάση στην οποία στηρίζεται κάποιο αντικείμενο για επίδειξη
- υπερυψωμένο σημείο σε εξέδρα ή στο δάπεδο στο οποίο ανεβαίνει κάποιος ομιλητής για να μιλήσει στο κοινό
- (αθλητισμός) βάση με διαφορετικά επίπεδα στα οποία στέκονται οι αθλητές που κέρδισαν μετάλλια για να τους απονεμηθούν.
- (μεταφορικά) η βάση, το θεμέλιο, το στήριγμα
- για τη Βρετανία, οι ΗΠΑ λειτουργούσαν πάντοτε σαν ένα ευρωατλαντικό βάθρο ισχύος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ανεβαίνω / στέκομαι στο βάθρο: παίρνω μετάλλιο σε αγώνες
- για να δούμε, θα τα καταφέρει αυτή τη φορά να ανέβει στο βάθρο;
- εκ βάθρων: