βάλλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος βάλλω

Ρήμα[επεξεργασία]

βάλλομαι

  1. βάλλουν εναντίον μου (συνηθίζεται κυρίως σε συγκεκριμένες, καθιερωμένες από παλιότερα εκφράσεις)
    Βάλλομαι πανταχόθεν
    Βάλλονται παντοιοτρόπως, γιατι δεν έχουν καμία διαπραγματευτική ικανότητα

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]