βάλτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

βάλτε αρσενικό

  1. κλητική ενικού του βάλτος

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βάλτε

  1. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βάζω