βάλτωμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάλτωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του βαλτώνω
- η μετατροπή σε βάλτο
- η στασιμότητα, η απουσία θετικών εξελίξεων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βάλτωμα