βάνδαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάνδαλος < Βάνδαλος
Επίθετο
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βάνδαλος | η | βάνδαλη | το | βάνδαλο |
γενική | του | βάνδαλου | της | βάνδαλης | του | βάνδαλου |
αιτιατική | τον | βάνδαλο | τη | βάνδαλη | το | βάνδαλο |
κλητική | βάνδαλε | βάνδαλη | βάνδαλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βάνδαλοι | οι | βάνδαλες | τα | βάνδαλα |
γενική | των | βάνδαλων | των | βάνδαλων | των | βάνδαλων |
αιτιατική | τους | βάνδαλους | τις | βάνδαλες | τα | βάνδαλα |
κλητική | βάνδαλοι | βάνδαλες | βάνδαλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
βάνδαλος, -η, -ο
- που καταστρέφει (ιδίως μνημεία, έργα τέχνης) χωρίς λόγο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βάνδαλος | οι | βάνδαλοι |
γενική | του | βάνδαλου & βανδάλου |
των | βάνδαλων & βανδάλων |
αιτιατική | τον | βάνδαλο | τους | βάνδαλους & βανδάλους |
κλητική | βάνδαλε | βάνδαλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βάνδαλος αρσενικό
- (επιθετική λειτουργία) ο Βάνδαλος
- ο ισχυρότερος βάνδαλος ηγέτης ήταν ο Γιζέριχος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λέξεις από εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)