βάνδαλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvan.ða.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βάν‐δα‐λος
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- βάνδαλος < σχηματισμός ενικού αριθμού < (λόγιο δάνειο) υστερολατινική Vandali (εθνωνύμιο στον πληθυντικό)
Επίθετο
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βάνδαλος | η | βάνδαλη | το | βάνδαλο |
γενική | του | βάνδαλου | της | βάνδαλης | του | βάνδαλου |
αιτιατική | τον | βάνδαλο | τη | βάνδαλη | το | βάνδαλο |
κλητική | βάνδαλε | βάνδαλη | βάνδαλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βάνδαλοι | οι | βάνδαλες | τα | βάνδαλα |
γενική | των | βάνδαλων | των | βάνδαλων | των | βάνδαλων |
αιτιατική | τους | βάνδαλους | τις | βάνδαλες | τα | βάνδαλα |
κλητική | βάνδαλοι | βάνδαλες | βάνδαλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
βάνδαλος, -η, -ο
- που καταστρέφει (ιδίως μνημεία, έργα τέχνης) χωρίς λόγο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- βάνδαλος < Βάνδαλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βάνδαλος | οι | βάνδαλοι |
γενική | του | βάνδαλου & βανδάλου |
των | βάνδαλων & βανδάλων |
αιτιατική | τον | βάνδαλο | τους | βάνδαλους & βανδάλους |
κλητική | βάνδαλε | βάνδαλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βάνδαλος αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- βάνδαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βάνδαλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)