Μετάβαση στο περιεχόμενο

βάνδαλος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Βάνδαλος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvan.ða.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάνδαλος

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
βάνδαλος < σχηματισμός ενικού αριθμού < (λόγιο δάνειο) υστερολατινική Vandali (εθνωνύμιο στον πληθυντικό)

Επίθετο

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βάνδαλος η βάνδαλη το βάνδαλο
      γενική του βάνδαλου της βάνδαλης του βάνδαλου
    αιτιατική τον βάνδαλο τη βάνδαλη το βάνδαλο
     κλητική βάνδαλε βάνδαλη βάνδαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βάνδαλοι οι βάνδαλες τα βάνδαλα
      γενική των βάνδαλων των βάνδαλων των βάνδαλων
    αιτιατική τους βάνδαλους τις βάνδαλες τα βάνδαλα
     κλητική βάνδαλοι βάνδαλες βάνδαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βάνδαλος, -η, -ο

  • που καταστρέφει (ιδίως μνημεία, έργα τέχνης) χωρίς λόγο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
βάνδαλος < Βάνδαλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάνδαλος οι βάνδαλοι
      γενική του βάνδαλου
& βανδάλου
των βάνδαλων
& βανδάλων
    αιτιατική τον βάνδαλο τους βάνδαλους
& βανδάλους
     κλητική βάνδαλε βάνδαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βάνδαλος αρσενικό