βάρυπνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βαρύπνοος, βαρύυπνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βάρυπνος η βάρυπνη το βάρυπνο
      γενική του βάρυπνου της βάρυπνης του βάρυπνου
    αιτιατική τον βάρυπνο τη βάρυπνη το βάρυπνο
     κλητική βάρυπνε βάρυπνη βάρυπνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βάρυπνοι οι βάρυπνες τα βάρυπνα
      γενική των βάρυπνων των βάρυπνων των βάρυπνων
    αιτιατική τους βάρυπνους τις βάρυπνες τα βάρυπνα
     κλητική βάρυπνοι βάρυπνες βάρυπνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάρυπνος < βαρύς + ύπνος + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

βάρυπνος

  1. που έχει βαρύ ύπνο
  2. που είναι και «βαρύς» και δύσθυμος από τον ύπνο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]