βάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | βάτος | οι | βάτοι | τα | βάτα |
γενική | του | βάτου | των | βάτων | των | βάτων |
αιτιατική | τον | βάτο | τους | βάτους | τα | βάτα |
κλητική | βάτε | βάτοι | βάτα | |||
όπως «ναύλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάτος | οι | βάτοι |
γενική | της | βάτου | των | βάτων |
αιτιατική | τη | βάτο | τις | βάτους |
κλητική | βάτε (βάτο) |
βάτοι | ||
όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάτος < αρχαία ελληνική βάτος (θηλυκό για το θάμνο, επίσης αρσενικό για ένα είδος σαλαχιού)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈva.tos/
- συλλαβισμός : βά‐τος
- τονικό παρώνυμο: βατός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάτος αρσενικό ή θηλυκό
- (βοτανική)
- θάμνος του γένους Rubus, συνήθως αγκαθωτός, με οδοντωτά φύλλα και μικρά άνθη· μερικά είδη παράγουν εδώδιμους καρπούς, όπως η βατομουριά και η σμεουριά
- (γενικά) διάφοροι αγκαθωτοί θάμνοι ή χαμηλά δέντρα
- (μόνον αρσενικό: ιχθυολογία) είδος ψαριού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
του θάμνου:
του ψαριού
- βατί (ουδέτερο)
- και αρχαία ελληνική βατίς
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- η φλεγομένη βάτος
- η καιομένη βάτος : κατά τη Βίβλο, θάμνος που ο Μωυσής είδε να φλέγεται χωρίς να καίγεται (Έξοδος, κεφάλαιο 3)
[επεξεργασία]
- βατί (ουδέτερο, το ψάρι)
- βατιάς (αρσενικό, λόγιο)
- βάτινος
- βάτινο (ο καρπός)
- βατοβλάσταρο
- βατοκόπι
- βατοκόπος
- βατοκοπώ
- βατομουριά
- βατόμουρο
- Βατοπέδι
- βατοπεδινός
- βατόπουλο
- βατουλιά
- βατούνι
- βατουριά
- και Βατ-, Βατο- (σύνθετα ταξινομικών όρων βοτανικής ή ιχθυολογίας)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενικά: αγκαθωτός θάμνος
Πηγές[επεξεργασία]
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύλος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διχοτόμος'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ιχθυολογία (νέα ελληνικά)