βάφτιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάφτιση οι βαφτίσεις
      γενική της βάφτισης* των βαφτίσεων
    αιτιατική τη βάφτιση τις βαφτίσεις
     κλητική βάφτιση βαφτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαφτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάφτιση < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βάπτι(σις) (παρόμοια σημασία) + -ση με ανομοίωση του [pt] > [ft] < αρχαία ελληνική βάπτισις (βύθισμα σε υγρό)[1] < βαπτίζω < βάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷabʰ-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βάφτιση θηλυκό

  1. (χριστιανισμός) η τελετουργική βύθιση στο νερό ενός ανθρώπου, που σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας πνευματικής πορείας
    η βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη
  2. (χριστιανισμός) η τέλεση του βαπτίσματος, του μυστηρίου της εκκλησίας, με το οποίο ένα βρέφος γίνεται χριστιανός, με παράλληλη ονοματοδοσία
     συνώνυμα: βαφτίσια
  3. (ειδικότερα: χριστιανισμός, ζωγραφική) η παράσταση της βάπτισης του Χριστού σε εικόνες ή τοιχογραφίες σε ναούς

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]