βάψιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάψιμο | τα | βαψίματα |
γενική | του | βαψίματος | των | βαψιμάτων |
αιτιατική | το | βάψιμο | τα | βαψίματα |
κλητική | βάψιμο | βαψίματα | ||
όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάψιμο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάψιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του βάφω
- το παραδοσιακό βάψιμο των αβγών τη Μεγάλη Πέμπτη
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βάφομαι