βήχας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βήχας | οι | βήχες |
γενική | του | βήχα | — | |
αιτιατική | τον | βήχα | τους | βήχες |
κλητική | βήχα | βήχες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βήχας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βήχας < αρχαία ελληνική βήξ (γενική βηχός) < βήσσω / βήττω (Ίσως το ρήμα βήττω είναι παράγωγο του ουσιαστικού βήξ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvi.xas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βή‐χας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βήχας αρσενικό
- απότομη και σπασμωδική εκπνοή αέρα από τους πνεύμονες που συνοδεύεται από τραχύ ήχο
- O ήδη «εξαρτημένος» από την «κακιά συνήθεια» γνωρίζει ήδη το... αυτονόητο, πώς δηλαδή το κάπνισμα «βλάπτει σοβαρά την υγεία» - του το λένε οι γιατροί (ακόμη... και αυτοί που καπνίζουν αρειμανίως!), το αντιλαμβάνεται επί καθημερινής βάσεως και ο ίδιος, με τις δύσπνοιες, τα αγκομαχητά του αν κάνει πέντε βήματα παραπάνω, τους θηριώδεις βήχες, το «βράσιμο» του στήθους του κάθε βράδυ που πέφτει για ύπνο. (*)
- (συνεκδοχικά) ο ήχος που παράγεται με την παραπάνω εκπνοή
- (συνεκδοχικά) η αμηχανία
- ↪ τον έπιασε βήχας γιατί δεν ήξερε τι να πει
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κόβω το βήχα κάποιου : τερματίζω τις απαιτήσεις κάποιου // επαναφέρω κάποιον στην τάξη
- ↪ τού έκοψε το βήχα γιατί είχε πάρει πολύ θάρρος
- (ιατρική) παραγωγικός βήχας = αποχρεμπτικός βήχας : εκείνος κατά τον οποίο παράγονται αποχρέμψεις ή φλέγματα (ο κάπως μαλακός βήχας), σε αντιδιαστολή προς τον ξερόβηχα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)