βίγλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βίλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βίγλα οι βίγλες
      γενική της βίγλας των βιγλών
    αιτιατική τη βίγλα τις βίγλες
     κλητική βίγλα βίγλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βίγλα < μεσαιωνική ελληνική βίγλα < αρωμουνική viglã < λατινική vigilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vigilo < vigil < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weǵ- (είμαι δυνατός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βίγλα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]