βίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βίδα | οι | βίδες |
γενική | της | βίδας | των | (βιδών) |
αιτιατική | τη | βίδα | τις | βίδες |
κλητική | βίδα | βίδες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βίδα < βενετική vida[1] (ιταλική vite) < λατινική vitis (κλήμα, αμπελόκλημα)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βίδα θηλυκό
- (τεχνολογία, μηχανολογία) μηχανικό εξάρτημα με σπείρωμα, που χρησιμεύει στη σύνδεση τμημάτων ενός μηχανισμού ή στερέωση αντικειμένων σε σταθερή επιφάνεια
- (μεταφορικά) ιδιοτροπία, παραξενιά ή ψυχολογική διαταραχή
- ↪ Ο νους τ' ανθρώπου δε θέλει και πολύ για να στρίψει. Βίδα είναι αυτή και χαλάει. (Α. Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Αθήνα 2005)
- ≈ συνώνυμα: ανισορροπία, λόξα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω βίδες:
- διαλύω, αποσυναρμολογώ, καταστρέφω
- κατανικώ, επιβάλλομαι, αποστομώνω, ξυλοφορτώνω
- του έστριψε η βίδα / του λείπει βίδα: τρελάθηκε
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχανικό εξάρτημα με σπείρωμα
|
[επεξεργασία]
- ↑ βίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)