βίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βίδα οι βίδες
      γενική της βίδας των (βιδών)
    αιτιατική τη βίδα τις βίδες
     κλητική βίδα βίδες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μεταλλικές βίδες διαφόρων τύπων και μεγεθών.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βίδα < βενετική vida[1] (ιταλική vite) < λατινική vitis (κλήμα, αμπελόκλημα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvi.ða/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βίδα θηλυκό

  1. (τεχνολογία, μηχανολογία) μηχανικό εξάρτημα με σπείρωμα, που χρησιμεύει στη σύνδεση τμημάτων ενός μηχανισμού ή στερέωση αντικειμένων σε σταθερή επιφάνεια
    {παράθεμα}} Σηκώνει τὸ σῶμα γιὰ νὰ τὸ κρεμάση μὲ βίδες στὸ Σταυρὸ καὶ γιὰ νὰ γίνει πιὸ ἀληθινὴ ἡ Σταύρωση. (Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμᾶμαι τὴ Σμύρνη, Ἀθήνα 1972)
     συνώνυμα: κοχλίας (επίσημη ονομασία), βλήτρο
    υπώνυμα: χειρόβιδα
  2. (μεταφορικά) ιδιοτροπία, παραξενιά ή ψυχολογική διαταραχή
    Ο νους τ' ανθρώπου δε θέλει και πολύ για να στρίψει. Βίδα είναι αυτή και χαλάει. (Α. Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Αθήνα 2005)
     συνώνυμα: ανισορροπία, λόξα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κάνω βίδες:
    • διαλύω, αποσυναρμολογώ, καταστρέφω
    • κατανικώ, επιβάλλομαι, αποστομώνω, ξυλοφορτώνω
  • του έστριψε η βίδα / του λείπει βίδα: τρελάθηκε

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]