βίδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | βίδες | ||
γενική | των | (βιδών) | ||
αιτιατική | τις | βίδες | ||
κλητική | βίδες | |||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βίδες < → δείτε τη λέξη βίδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (τρόφιμο, καθομιλουμένη) άλλη ονομασία του ζυμαρικού τριβέλι, λόγω ομοιότητας του σχήματός του με βίδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βίδες
→ δείτε τη λέξη τριβέλι |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]βίδες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βίδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)