Μετάβαση στο περιεχόμενο

βίλλος

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βίλλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βίλλος αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα, χυδαίο) το πέος, το αρσενικό γεννητικό όργανο
      Ο βίλλος εσηκώθηκεν μιαν νύχταν θυμωμένος, / βαρβάτος, ολοκότσιινος, κκεφάτος, καβλωμένος (Βασίλης Μιχαηλίδης, Το πάλιωμαν του βίλλου με τον πούττον, 1916)
  2. άξιος περιφρόνησης, ποταπός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]