βίλλος
Εμφάνιση
Κυπριακά (el-cyp)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βίλλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βίλλος αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα, χυδαίο) το πέος, το αρσενικό γεννητικό όργανο
- ※ Ο βίλλος εσηκώθηκεν μιαν νύχταν θυμωμένος, / βαρβάτος, ολοκότσιινος, κκεφάτος, καβλωμένος (Βασίλης Μιχαηλίδης, Το πάλιωμαν του βίλλου με τον πούττον, 1916)
- άξιος περιφρόνησης, ποταπός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- βίλλος @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
- σελ. 488 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄