βαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈve.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαί‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
βαίνω, πρτ.: έβαινα (χωρίς παθητική φωνή, ελλειπτικό ρήμα) σε σύνθετα, και εξαρτημένος τύπος: -βώ, αόριστος: -βηκα & -έβην
- (λόγιο) βαδίζω, πηγαίνω
- (μαθηματικά) (για επίκεντρες γωνίες) αντιστοιχώ σε τόξο κύκλου
- ↪ η ορθή (γωνία) βαίνει σε τεταρτοκύκλιο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
βαιν- βη- βα-
βαιν- βη- βα-
- (Χρειάζεται έλεγχο και επέκταση κατά θέμα)
Σύνθετα[επεξεργασία]
σύνθετα του ρήματος
- λήγουν σε -βαίνω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | βαίνω | έβαινα | θα βαίνω | να βαίνω | βαίνοντας | |
β' ενικ. | βαίνεις | έβαινες | θα βαίνεις | να βαίνεις | βαίνε | |
γ' ενικ. | βαίνει | έβαινε | θα βαίνει | να βαίνει | ||
α' πληθ. | βαίνουμε | βαίναμε | θα βαίνουμε | να βαίνουμε | ||
β' πληθ. | βαίνετε | βαίνατε | θα βαίνετε | να βαίνετε | βαίνετε | |
γ' πληθ. | βαίνουν(ε) | έβαιναν βαίναν(ε) |
θα βαίνουν(ε) | να βαίνουν(ε) |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαίνω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- βαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- βαίνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | βαίνω | -βαίνομαι |
Παρατατικός | ἔβαινον | |
Μέλλοντας | βήσομαι | -βαθήσομαι |
Αόριστος | ἔβην | -εβάθην, ελληνιστική -εβάνθην |
Παρακείμενος | βέβηκα | -βέβαμαι, -βέβασμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐβεβήκειν | |
Συντελ.Μέλλ. | ||
Οι παύλες σημαίνουν ότι οι αντίστοιχοι τύποι απαντούν μόνον ως συνθετικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαίνω < *βάν-jω / *βάμ-(jω) [1] (πρωτοελληνική *gʷəňňō) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷm̥yéti < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem- (πηγαίνω, προχωράω) + *-yéti. Συγγενές με τη λατινική venio (με αντίθετη σημασία έρχομαι).
- Μεταπτωτικές βαθμίδες: ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ
Ρήμα[επεξεργασία]
βαίνω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή)
- περπατάω, πηγαίνω
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Μήδεια, 766
- γενησόμεσθα κἀς ὁδὸν βεβήκαμεν,
- πορεύομαι ήδη στου θριάμβου τον δρόμο.
- Μετάφραση (2012): Θ.Κ.Στεφανόπουλος @greek‑language.gr
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Μήδεια, 766
- (στον παρακείμενο) στέκομαι ή βρίσκομαι σε ένα μέρος
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 52
- τίς ἔσθ᾽ ὁ χῶρος δῆτ᾽ ἐν ᾧ βεβήκαμεν;
- Ποιός είναι ο τόπος το λοιπόν αυτός, όπου έχουμ᾽ έμπει;
- Μετάφραση (1911): Ηλίας Βουτιερίδης @greek‑language.gr
- τίς ἔσθ᾽ ὁ χῶρος δῆτ᾽ ἐν ᾧ βεβήκαμεν;
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 52
- φεύγω, απομακρύνομαι, αναχωρώ
- έρχομαι
- συνεχίζω, προχωρώ, προβαίνω
- ※ 8ος↑ αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 674
- αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος.
- πετάχτηκαν επάνω και προχώρησαν στο σπίτι του Οδυσσέα.
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος.
- ※ 8ος↑ αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 674
- ανεβαίνω
- ※ 8ος↑ αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 181
- ἐξ οὗ κεῖνος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν.
- αφότου εκείνος σε καράβι κοίλο ανέβηκε και πάει.
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ἐξ οὗ κεῖνος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν.
- ※ 8ος↑ αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 181
- κάνω κάποιον να φύγει
- ※ 8ος↑ αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 810
- ἐείκοσι βῆσεν ἀφ᾽ ἵππων,
- είκοσι άνδρες κατέβασε απ᾽ τους ίππους.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἐείκοσι βῆσεν ἀφ᾽ ἵππων,
- ※ 8ος↑ αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 810
- πεθαίνω
- βατεύω, οχεύω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εὖ βεβηκώς: καλά στερεωμένος, ευτυχισμένος, είμαι καλά θεμελιωμένος, ακμάζω, ευτυχώ
- ἀσφαλέως βεβηκώς: σταθερός
- οἱ ἐντέλει βεβῶτες: οι άρχοντες, οι αξιωματούχοι
- βαίνω μέτρον: κάνω μετρική ανάλυση
- αἶνον ἔβα κόρος: επήλθε κορεσμός από τους επαίνους
- βαίνω δι' αἵματος: διέρχομαι μέσα από αίμα
- ἐπὶ ξυροῦ βεβηκέναι: έχω φθάσει στην κόψη του ξυραφιού, σε κρίσιμο σημείο
- → δείτε παράθεμα στη μετοχή παρακειμένου βεβώς
- ἐννέα ἐνιαυτοὶ βεβάασι: εννέα χρόνια ήρθαν και πέρασαν
- χρέος ἔβα με: με κατέλαβαν τα χρέη
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 30
- ἀτὰρ τί χρέος ἔβα με μετὰ τὸν Πασίαν;
- Να ιδούμε τι χρήματα χρωστούμε ύστερ' απ' του Πασία;
- Μετάφραση (2012): Πολύβιος Δημητρακόπουλος
- ἀτὰρ τί χρέος ἔβα με μετὰ τὸν Πασίαν;
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 30
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- δωρικός τύπος : μελ. βᾱσεῦμαι
- δωρικός τύπος : παρακ. βέβᾱκα
- δωρικός τύπος : αόρ. ἔβᾱν
- δωρικός τύπος : προστ. αορ. β' ενικ. βᾶθι, β' πληθ. βᾶτε
- δωρικός τύπος : υποτ. αορ. βᾶμες αντί για βῶμεν
- επικός τύπος : υποτ. αορ. βείω
- επικός τύπος : μελλ. βέομαι ή βείομαι
- επικός τύπος : υπερσ. βεβήκειν
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
βαιν- βη- βα-
βαιν- βη- βα-
Σύνθετα[επεξεργασία]
- -βάμων Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -βάμων στο Βικιλεξικό
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
σύνθετα του ρήματος (δείτε και τα συγγενικά τους)
- ἀμφιβαίνω
- ἀναβαίνω
- ἀντιβαίνω
- ἀντιδιαβαίνω
- ἀποβαίνω
- διαβαίνω
- εἰσαναβαίνω
- εἰσβαίνω
- ἐκβαίνω
- ἐμβαίνω
- ἐξαποβαίνω
- ἐπαναβαίνω
- ἐπεμβαίνω
- ἐπιβαίνω
- ἐπιδιαβαίνω
- ἐπεισβαίνω
- ἐπεκβαίνω
- εἰσκαταβαίνω
- ἐπικαταβαίνω
- καταβαίνω
- μεταβαίνω
- μετεκβαίνω
- προδιαβαίνω
- παρεκβαίνω
- προεμβαίνω
- προσαναβαίνω
- συγκαταβαίνω
- συνδιαβαίνω
- παραβαίνω
- περιβαίνω
- προβαίνω
- προσβαίνω
- συνεμβαίνω
- συναναβαίνω
- συμβαίνω
- ὑπερκαταβαίνω
- ὑποβαίνω
- ὑποκαταβαίνω
- ὑπερβαίνω
Κλίση[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- βαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μεσοπαθητική φωνή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)