βαγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαγίζω < βάγ(ιο) + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈʝi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐γί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βαγίζω, αόρ.: βάγισα (χωρίς παθητική φωνή) δημοτική

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]