βαγενάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βαγενάς | οι | βαγενάδες |
γενική | του | βαγενά | των | βαγενάδων |
αιτιατική | τον | βαγενά | τους | βαγενάδες |
κλητική | βαγενά | βαγενάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /va.ʝeˈnas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐γε‐νάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαγενάς αρσενικό
- (παρωχημένο) βαρελάς
- (επάγγελμα) τεχνίτης που επισκευάζει ή φροντίζει για τη συντήρηση των βαγενιών
- ※ Τη δουλειά αυτή, […], την έκαναν οι βαγενάδες, ειδικοί, Ηπειρώτες ή Αρβανίτες, μαστόροι που έφταναν στο νησί κάθε καλοκαίρι και γύριζαν μαστορεύοντας από γειτονιά σε γειτονιά κι από σπίτι σε σπίτι (Πανταζής Κοντομίχης, Τα γεωργικά της Λευκάδας (Αθήνα 1985), σ. 122)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαγενάς
→ δείτε τη λέξη βαρελάς |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)