βαγιοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαγιοφόρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαϊφόρος (βάγι(α) + -ο- + -φόρος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.ʝoˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐γιο‐φό‐ρος

Επίθετο[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαγιοφόρος η βαγιοφόρα το βαγιοφόρο
      γενική του βαγιοφόρου της βαγιοφόρας του βαγιοφόρου
    αιτιατική τον βαγιοφόρο τη βαγιοφόρα το βαγιοφόρο
     κλητική βαγιοφόρε βαγιοφόρα βαγιοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαγιοφόροι οι βαγιοφόρες τα βαγιοφόρα
      γενική των βαγιοφόρων των βαγιοφόρων των βαγιοφόρων
    αιτιατική τους βαγιοφόρους τις βαγιοφόρες τα βαγιοφόρα
     κλητική βαγιοφόροι βαγιοφόρες βαγιοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βαγιοφόρος, -α, -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαγιοφόρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θρησκεία) η εορτή της Κυριακής των Βαΐων
  2. κλαδί από βάγια σε σχήμα σταυρού το οποίο δίνεται στους πιστούς την Κυριακή των Βαΐων
  3. πλέγμα από φύλλα φοίνικα το οποίο έχει στο εσωτερικό εικόνισμα αγίου διακοσμημένο με χρυσό το οποίο οι ιερείς δίνουν σε σημαντικούς ενορίτες την Κυριακή των Βαΐων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «βαγιοφόρος», σελ. 412, τόμος 4, Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
  • βαγιοφόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)